- μαυρομάνικος
- -η, -οαυτός που έχει μαύρο μανίκι (λαβή): Μαυρομάνικα σπαθιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαυρομάνικος — η, ο (Μ μαυρομάνικος, η, ον) (για μαχαίρι) αυτός που έχει μαύρη λαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + μάνικος (< μανίκι), κοντο μάνικος, μακρυ μάνικος] … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek